Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πάροδος - 2
- απόδοση: δευτερεύουσας σημασίας δρομίσκος που οδηγεί σε κυριότερο / έκαστη εκ των δύο πλαγίων εισόδων στην ορχήστρα αρχαίου θεάτρου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’