Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στρογγυλοποίηση
- απόδοση: η μεταβολή σε κάτι σε στρογγυλό / μετατροπή ποσού σε ακέραιο αριθμό μεταβάλλοντας αυτόν λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το ακριβές ύψος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’