Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανάκτηση - 1
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του ανακτώ ήτοι η επάνοδος σε ομαλή ή πλεονεκτική κατάσταση / η απόκτηση πράγματος που είχε αφαιρεθεί συνήθως παρανόμως ή βιαίως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’