Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιμελητής
- απόδοση: αυτός που επιμελείται κάτι στα πλαίσια μίας εργασίας / μαθητής που επιτηρεί την αίθουσα διδακτηρίου κατά την ώρα διαλείμματος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’