Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βρυχηθμός
- απόδοση: το μούγκρισμα το προερχόμενο από άγρια πλάσματα όπως το λιοντάρι
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για τον επιθανάτιο βρυχηθμό ενός θηρίου που αργοπεθαίνει