Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βορά
- απόδοση: λεία σαρκοφάγων ζώων / που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτέλεσε λ στα νύχια αρπαχτικών
το δημόσιο χρήμα έγινε λ των κερδοσκόπων & των πάσης φύσεως κομπιναδόρων
τον παρέδωσε λ στους αδηφάγους εχθρούς