Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δεσμευμένος
- απόδοση: που έχει αναλάβει ηθική ή νομική υποχρέωση / που έχει ερωτικό δεσμό ή που έδωσε υπόσχεση γάμου / αναφερόμενοι σε κάτι του οποίου έχει απαγορευθεί η χρήση κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’