Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δεσμώτης
- απόδοση: ο κρατούμενος σε φυλακή ή ευρισκόμενος υπό περιορισμό / ο υπό την άμεση εξάρτηση δυσάρεστης καταστάσεως
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’