Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δεσμός
- απόδοση: στενή σχέση μεταξύ προσώπων ή προσώπου με κάτι / αλληλεπίδραση μεταξύ ομοίων ή ανομοίων ατόμων που προκαλεί χημική αντίδραση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’