Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευρύς
- απόδοση: ο πλατύς / ο έχων μεγάλη έκταση / ο μη περιορισμένος / ο αντιλαμβανόμενος τις καταστάσεις με έλλειψη προκαταλήψεων & δογματισμών
- γένη: -ύς -εία -ύ
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’