Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βαθύπεδο
- απόδοση: πεδιάδα που βρίσκεται χαμηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας
- αντίθετο: υψίπεδο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
με εντυπωσιάζουν τα βαθύπεδα της Ολλανδίας