Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνετός
- απόδοση: αυτός που ενεργεί κατόπιν ωρίμου σκέψεως / κάθε τι που αρμόζει σε συνετό άτομο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’