Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κλειδούχος
- απόδοση: ο χειριστής των κλειδιών που φέρουν οι σιδηροτροχιές των σιδηροδρομικών δικτύων / ο επόπτης ο έχων την γενική επιστασία σε κάτι
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’