Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κύμβαλο
- απόδοση: κρουστό μουσικό όργανο από χαλκό ή ορείχαλκο αποτελούμενο από δύο δίσκους κωνικής μορφής
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’