Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διασύνδεση
- απόδοση: σχέση με κλειστό κύκλο ατόμων συγκεκριμένου χώρου που παρέχει επιρροή ή πληροφόρηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’