Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άνυδρος
- απόδοση: που δεν διαθέτει πηγές νερού ή δεν δέχεται βροχοπτώσεις / που δεν ποτίζεται ώστε να καταστεί καρπερό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έπλασαν από συναισθηματική άποψη άνυδρη σχέση