Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκθαμβωτικός
- απόδοση: ο εκτυφλωτικός / που αμβλύνει την όραση / που αφήνει έκθαμβους αυτούς που τον βλέπουν / ο υπέρλαμπρος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’