Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συντριπτικός
- απόδοση: ο τόσο ισχυρός ο τόσο μεγάλος που προκαλεί συντριβή / που επιφέρει εκμηδένιση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’