Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καυτηρίαση
- απόδοση: μέθοδος θεραπευτική δια της οποίας καίγονται ιστοί που νοσούν ή έχουν υποστεί βλάβη / η οξεία κριτική
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’