Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταγγέλλων
- απόδοση: αυτός που αναφέρει σε αστυνομικές ή δικαστικές αρχές τον καταγγελλόμενο ως υπεύθυνο για πράξη κολάσιμη / αυτός που προβαίνει σε δημόσια καταγγελία για κάτι
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’