Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανώνυμος
- απόδοση: που το όνομα αυτού μας είναι άγνωστο / αυτός που επιδιώκει να μην αποκαλύπτει το όνομά του / το προερχόμενο από ανώνυμο πρόσωπο / που το όνομά του δεν είναι γνωστό σε πολλούς / αναφερόμενοι σε κάτι που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο
- αντίθετο: επώνυμος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’