Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενσωμάτωση
- απόδοση: η συνένωση πράγματος με άλλο / η ένταξη πράγματος σε άλλο ώστε να αποτελεί κάτι το ενιαίο άνευ αυτοτέλειας / μορφή εντάξεως που επιφέρει μερική ή πλήρη υποταγή, μορφή ενώσεως που προκαλεί αλλοίωση χαρακτηριστικών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’