Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απορρόφηση
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του απορροφώ / η συγκράτηση από ένα κατάλληλο υλικό κάποιας υγρής ή αέριας ουσίας / το ολοκληρωτικό ενδιαφέρον σε κάτι / η κατανάλωση ποικίλων προσφερόμενων αγαθών / η απασχόληση διαθέσιμου εργατικού δυναμικού
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδύνατη η απορρόφηση της παραγόμενης ποσότητος ελαιολάδου εν Ελλάδι