Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σαλταδόρος
- απόδοση: ο ικανός να σαλτάρει σε στρατιωτικά φορτηγά επί Γερμανικής κατοχής προκειμένου να αφαιρέσει χρήσιμα αγαθά / ο μικροαπατεώνας που συνήθως ενεργεί αιφνιδιαστικά
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’