Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεκτικός - 2
- απόδοση: που ενώνει ή συγκρατεί επί μέρους στοιχεία / που ενώνει στοιχεία σε αρμονική συνεργασία / αναφερόμενοι σε κάτι που το χαρακτηρίζει συνοχή
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’