Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξυπηρετικός
- απόδοση: αυτός που προσφέρει με προθυμία τις υπηρεσίες του σε άτομο ή στο κοινό / κάτι που ικανοποιεί επαρκώς έλλειψη ή ανάγκη
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’