Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδιάκριτος - 1
- απόδοση: ο συμπεριφερόμενος χωρίς λεπτότητα / που εκδηλώνει ανάρμοστη περιέργεια σε υποθέσεις τρίτων / που τον χαρακτηρίζει έλλειψη διακριτικότητος σε καταστάσεις που δεν τον αφορούν
- αντίθετο: διακριτικός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’