Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συγκινητικότητα
- απόδοση: η ιδιότητα ατόμου να αισθάνεται συγκίνηση ή να την προκαλεί σε άλλους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι τηλεοπτικές σειρές ενίοτε προκαλούν συγκινητικότητα στους τηλεθεατές