Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συγκινησία
- απόδοση: ακούσια μυϊκή κίνηση που ακολουθεί εκούσια ή αντανακλαστική κίνηση άλλου μέλους του σώματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το βάδισμα προκαλεί συγκινησία των χεριών του βαδίζοντος