Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπερχειλίζων
- απόδοση: ο δεχόμενος ποσότητα ή όγκο περισσότερο από αυτό που μπορεί να δεχθεί
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’