Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πειθαρχία
- απόδοση: η υπακοή σε ρυθμιστικούς κανόνες συμπεριφοράς & δράσεως προκειμένου να επιτευχθεί εξασφάλιση της τάξεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’