Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νάρκισσος - 2
- απόδοση: αναφερόμενοι σε άνθρωπο που θαυμάζει υπερβολικά τον εαυτό του για την φυσική του ομορφιά ή τις πνευματικές του επιδόσεις
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’