Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ερμαφρόδιτος - 1
- απόδοση: που φέρει γεννητικά όργανα & γενικότερα χαρακτηριστικά των δύο φύλλων / που φέρει στοιχεία αντιφατικά μεταξύ τους
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’