Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθυστερημένος
- απόδοση: που κατόπιν ή άνευ σοβαρού λόγου καθυστερεί ή καθυστέρησε / που ακολουθεί με βραδύτερο ρυθμό εξελίξεως άλλον ή άλλους / που εκδηλώνει νοητική καθυστέρηση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’