Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ιστορικός
- απόδοση: που ασχολείται με την μελέτη & την έρευνα ιστορικών θεμάτων / ο συγγράφων ιστορικά θέματα / το ιδιαίτερα σημαντικό πρόσωπο για το παρελθόν το παρόν ή το μέλλον
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρθηκε σε ιστορική αναλήθεια
η απόφαση αποτέλεσε ιστορική αναγκαιότητα
√ απόδοση: γεγονός ή φαινόμενο εξαρτώμενο από αίτια καθοριστικά επ' αυτού
η Ελληνική αποδίδεται γραπτώς με ιστορική γραφή
√ αντίθετο: φωνητική
η παραμονή του Χαϊλέ Σελασιέ στην Αθήνα υπήρξε ιστορική επίσκεψη
η πτώση του τείχους του Βερολίνου υπήρξε ιστορικό γεγονός
√ απόδοση: το ιδιαίτερα σημαντικό
ισχυρίζεται πως αποτελεί ιστορική αλήθεια
√ απόδοση: που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση
οι Ισραηλινοί είναι απόγονοι ιστορικού λαού της Μέσης Ανατολής
οι πάντες την αποδέχονται ως ιστορική ημέρα
√ απόδοση: ιδιαίτερα σημαντική κατά το παρελθόν το παρόν ή το μέλλον
πρόκειται για ιστορικό ατόπημα
√ απόδοση: που κατέγραψε η ζωή ως κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό
στηρίζει τις απόψεις του σε ιστορική ανακρίβεια
τα Λατινικά αποτελούν ιστορική γλώσσα
την παρούσα κατάσταση καλείται ο λ του μέλλοντος να επεξηγήσει
√ απόδοση: κυρίως του μη ορατού μέλλοντος ο ικανός να κρίνει τις καταστάσεις με πληθωρική αντικειμενικότητα
το πρόβλημα λύθηκε με ιστορικό συμβιβασμό
τον απασχολούν τα ιστορικά θέματα