Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φίμωτρο
- απόδοση: εξάρτημα τοποθετούμενο στο ρύγχος ζώου που εμποδίζει αυτό να δαγκάνει ή να καταναλώνει ανεπιθύμητες τροφές
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’