Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φίμωση - 1
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του φιμώνω / το κλείσιμο του στόματος ατόμου / ο περιορισμός ή η πλήρης κατάργηση της ελευθερίας της έκφρασης δια περιοριστικών μέτρων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’