Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σηπία
- απόδοση: μαλάκιο της θάλασσας κοινώς σουπιά / χαρακτηρισμός ατόμου το οποίο σε δύσκολες περιστάσεις ενεργεί κατά τρόπο δόλιο & ύπουλο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’