Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιστύλιο
- απόδοση: σειρά κιόνων που περιβάλλει κτίριο ή αυλή σχηματίζοντας στοά / ο χώρος της στοάς που διαμορφώνεται από σειρά κιόνων που περιβάλλουν κτίριο ή αυλή
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’