Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ζωοκόμος
- απόδοση: ο εκτρέφων ζώα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βέβαιον ότι οι πρόγονοί του διετέλεσαν ζωοκόμοι
βέβαιον ότι οι πρόγονοί του διετέλεσαν ζωοκόμοι