Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναχρονιστικός
- απόδοση: ο σύμφωνος με το πνεύμα παλαιότερων εποχών & όχι με αυτό της εποχής του / οπισθοδρομικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’