Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μοναχικός - 1
- απόδοση: ο απομονωμένος από τους άλλους / αυτός που είναι μόνος του / που αναφέρεται & συμβαίνει στην ερημιά
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’