Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λεπτουργός
- απόδοση: τεχνίτης ειδικός σε λεπτουργήματα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λεπτουργός επιπέδου με απίστευτη ικανότητα στα χέρια ικανός δε στην επεξεργασία ποικίλων υλικών