Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρεμποδιστικός
- απόδοση: αυτός που παρεμποδίζει / που δημιουργεί εμπόδια σε ενέργεια ατόμου ή ομάδος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’