Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μάστορας
- απόδοση: έμπειρος γνώστης τέχνης / ο επικεφαλής αρχιτεχνίτης / ο επιδέξιος / ο επιτήδειος / ο δεξιοτέχνης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμφισβήτητος μάστορας του χειρισμού των μαζών
διετέλεσε μάστορας των λεπτών χειρισμών & της εξέλιξης των καταστάσεων
πρόκειται για μάστορα των υδραυλικών > της χρυσοχοΐας
προσέφερε ουκ ολίγα ως μάστορας του λόγου