Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκκρεμής
- απόδοση: αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί οριστική απόφαση ή δεν έχει δοθεί λύση / που βρίσκεται σε εκκρεμότητα
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’