Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποχαυνωμένος
- απόδοση: ο ευρισκόμενος σε κατάσταση νωθρότητος & πλήρους αδρανείας / ο αποβλακωμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’