Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μονιμότητα
- απόδοση: το να είσαι μόνιμος όπως η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων
- αντίθετο: προσωρινότητα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι υπάλληλοι όταν εξασφαλιστεί η μονιμότητα συνήθως εκδηλώνουν αδιαφορία για τα καθήκοντά τους