Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναμονή - 2
- απόδοση: ο προεξέχων οπλισμός από τσιμέντινη κολόνα προκειμένου κάποτε να επιμηκυνθεί στηρίζοντας μελλοντικό όροφο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’