Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σιωπή
- απόδοση: η κατάσταση ατόμου που δεν ομιλεί & παραμένει ανέκφραστος ως προς τις σκέψεις & τα συναισθήματά του / η αποφυγή αναφοράς σε κάποιο γεγονός / η άρνηση σχολιασμού καταστάσεως / η απόλυτη απουσία θορύβου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’